Σενάρια πυρηνικού ολέθρου: Ο Πούτιν, η αμήχανη Δύση και το δόγμα «κλιμάκωση… για την αποκλιμάκωση»

Επτά μήνες μετά την έναρξή του, ο πόλεμος στην Ουκρανία μπαίνει σε νέα φάση. Ο Πούτιν προανήγγειλε δημοψηφίσματα στην Ουκρανία και διεμήνυσε πως

«δεν μπλοφάρει» με τα πυρηνικά. Είναι το τελεσίγραφό του για να σώσει τη Ρωσία από την ήττα; Ή μήπως είναι πράγματι έτοιμος να προχωρήσει μέχρι τέλους; Η Δύση αποκρυπτογραφεί και αναζητά κοινό σχέδιο δράσης. 

O Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν προφανώς δεν θέλει να χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα, όπως κατά πάσα πιθανότητα δεν θέλει να συνεχίσει την «ειδική στρατιωτική του επιχείρηση» κατά της Ουκρανίας. Εξακολουθεί να δινει το στίγμα του ωστόσο, γιατί δεν μπορεί να κερδίσει και να απεμπλακεί από το μέτωπο.

Αυτό σημαίνει επίσης ότι μπορεί ακόμη να καταφύγει στα πυρηνικά, όπως απείλησε για μια ακόμη φορά αυτή την εβδομάδα. Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους, όπως και οι υποτιθέμενοι «φίλοι» του Πούτιν στην Κίνα και αλλού, πρέπει να αποφασίσουν άμεσα πώς θα αντιδράσουν.

«Κλιμάκωση για την αποκλιμάκωση»

Για τον Πούτιν, η πυρηνική κλιμάκωση ισοδυναμεί με την πολιτική του επιβίωση, καθώς μετά την εισβολή στην Ουκρανία δεν έχει κανέναν τρόπο να αποσυρθεί μετά από όλα όσα έχει προκαλέσει. Ως γνώστης της ιστορίας των Τσάρων, γνωρίζει ότι το τέλος του μπορεί να είναι ακατάστατο.

Αυτός είναι ο λόγος που πιθανότατα ξεσκονίζει ένα ρωσικό δόγμα που οι δυτικοί αναλυτές αποκαλούν «κλιμάκωση για την αποκλιμάκωση». Σημαίνει οτι στρέφεται στα πυρηνικά για να αποφευχθεί η απώλεια ενός συμβατικού (μη πυρηνικού) πολέμου. Ο Πούτιν θα πυροδοτούσε ένα ή περισσότερα «τακτικά» (σε αντίθεση με τα «στρατηγικά») πυρηνικά.

Πρόκειται για εκρήξεις χαμηλής απόδοσης αρκετά μεγάλες ώστε να εξαλείψουν μια θέση ουκρανικού στρατού ή έναν κόμβο εφοδιασμού, αλλά πολύ «μικρές» για να «σβήσουν» μια ολόκληρη πόλη. Ρίχνοντας μια τέτοια βόμβα, ο Πούτιν θα έδειχνε την προθυμία του να χρησιμοποιήσει περισσότερα. Το κίνητρό του θα ήταν να αναγκάσει την Ουκρανία να παραδοθεί και τη Δύση να βγει από τη σύγκρουση, αλλά χωρίς αυτόματα αντίποινα από τις ΗΠΑ. Ο Πούτιν θέλει να παραιτηθούν οι εχθροί του, ώστε να μπορεί να κηρύξει τη νίκη και να παραμείνει στην εξουσία.

Μια τέτοια πράξη απόγνωσης, είναι αυτονόητο, θα σηματοδοτούσε την πιο σκοτεινή στροφή στην ανθρώπινη ιστορία από τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι. Όχι μόνο θα σκότωνε, θα ακρωτηρίαζε και θα τραυμάτιζε μεγάλους αριθμούς αθώων ανθρώπων -αυτό άλλωστε συμβαίνει ήδη στον πόλεμο- αλλά θα προκαλούσε και διαρκή τρόμο σε ολόκληρο τον κόσμο. Η κλιμάκωση του Πούτιν θα κατέρριπτε το ταμπού της εποχής του «Ψυχρού Πολέμου» κατά της χρήσης πυρηνικών για οτιδήποτε άλλο εκτός από την αποτροπή.

Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, άλλα πυρηνικά κράτη θα λάμβαναν το μήνυμα. Αυτό με τη σειρά του θα ανάγκαζε τις χώρες που έχουν εγκαταλείψει τα πυρηνικά όπλα στο όνομα της μη διάδοσης ή του αφοπλισμού , όπως έκανε η Ουκρανία τη δεκαετία του 1990, να δημιουργήσουν τα δικά τους οπλοστάσια. Η Συνθήκη για τη Μη Διάδοση των Πυρηνικών θα ήταν νεκρή. Ο πυρηνικός πόλεμος, από σχέδιο ή ατύχημα, θα γινόταν πιο πιθανός σε περισσότερα μέρη, από τη Δυτική έως τη Νότια και την Ανατολική Ασία.

Η απάντηση της Δύσης

Τι πρέπει, λοιπόν, να κάνει ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν, η Ευρώπη και η Δύση; Μια απάντηση σε ένα περιορισμένο ρωσικό πυρηνικό χτύπημα είναι να διπλασιαστούν, να τριπλασιαστούν ή να τετραπλασιαστούν όλα τα μέτρα που έχει ήδη λάβει η Δύση κατά του καθεστώτος του Πούτιν, αποκόπτοντας εντελώς τη Ρωσία από τον δυτικό κόσμο. Αντί να υποχωρήσει, η Δύση θα έστελνε επίσης περισσότερα όπλα στην Ουκρανία και περισσότερες δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων πυρηνικών όπλων, στο ανατολικό μέτωπο του ΝΑΤΟ.

Μια τέτοια σκόπιμα περιορισμένη απάντηση θα είχε ως στόχο να σταματήσει μια κλιμάκωση πριν ξεκινήσει. Το πρόβλημα είναι ότι ο Πούτιν μπορεί να μην βρει αυτή την απάντηση αρκετά τρομακτική για να αποτραπεί. Οι κυρώσεις ήδη φαίνεται πως δεν λειτουργούν και αν ο Πούτιν φοβάται το τέλος της θητείας ή της ζωής του, θα γινόταν ακόμη πιο επικίνδυνος. Ένα άλλο πρόβλημα είναι ότι μια συγκρατημένη απάντηση θα φαινόταν θλιβερά ανεπαρκής για τους Ουκρανούς και τον υπόλοιπο κόσμο.

Σε ένα τέτοιο σενάριο δικτάτορες όπως ο Κιμ Γιονγκ Ουν της Βόρειας Κορέας θα μπορούσαν να συμπεράνουν ότι μπορείς να καταφύγεις στα πυρηνικά και να επιβιώσεις. Επομένως, η απάντηση του Μπάιντεν πρέπει να είναι πιο σκληρή. Έχει δύο στρατιωτικές επιλογές. Η μία ειναι να αναπτύξει επίσης ένα τακτικό πυρηνικό χαμηλής απόδοσης για επίδειξη, στον Αρκτικό Ωκεανό, λόγου χάρη ή στην απομακρυσμένη Σιβηρία. Το ραδιενεργό νέφος θα ήταν μήνυμα για τον Πούτιν, ενώ θα καθησύχαζε επίσης τους Ουκρανούς και τον κόσμο ότι οι ΗΠΑ θα απαντήσουν αντιστοίχως στην κλιμάκωση.

Το πρόβλημα είναι ότι αυτό θα μετέτρεπε την αντιπαράθεση σε αποκάλυψη που πιθανώς θα οδηγούσε σε μια σειρά τακτικών εκρήξεων. Και η Ρωσία, η οποία είναι περίπου ίση με τις ΗΠΑ σε στρατηγικά πυρηνικά, έχει περίπου 10 φορές περισσότερες τακτικές κεφαλές για να «κάνει παιχνίδι» Τα σενάρια καθίστανται αδύνατο να υπολογιστούν, ειδικά αν ληφθεί υπόψη το ανθρώπινο λάθος. Θα υπήρχε ο κίνδυνος του Αρμαγεδδώνα. Η καλύτερη στρατιωτική επιλογή είναι επομένως ένα συμβατικό χτύπημα των ΗΠΑ στις ρωσικές δυνάμεις.

Ο στόχος θα μπορούσε να είναι η ακριβής βάση που ξεκίνησε το πυρηνικό χτύπημα. Ή μπορεί να είναι ρωσικά στρατεύματα στην Ουκρανία. Αυτό θα σήμαινε στην Ουκρανία και στον κόσμο ότι οποιαδήποτε παραβίαση του πυρηνικού ταμπού θα τιμωρηθεί. Και το μήνυμα προς τον Πούτιν θα ήταν ότι δεν μπορεί να επιλέξει την κλιμάκωση για την αποκλιμάκωση, γιατί η Δύση θα παρέμβει για να τον νικήσει.

Ο κίνδυνος Γ Παγκοσμίου Πολέμου

Το μειονέκτημα, προφανώς, είναι ότι αυτό ισοδυναμεί με μια άμεση σύγκρουση μεταξύ της Ρωσίας και του ΝΑΤΟ, και ως εκ τούτου εγκυμονεί τον κίνδυνο του Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου, με τον Αρμαγεδδώνα να παραμένει ένα σενάριο στο τέλος. Ο Πούτιν μπορεί να συμπεράνει ότι οι ΗΠΑ δεν είναι διατεθειμένες να ανταποδώσουν με πυρηνικά και να εξαπολύσουν ακόμη περισσότερα πυρηνικά πλήγματα.

Η καλύτερη επιλογή την οποία φέρεται να επιλέγει ο Μπάιντεν είναι να παραμένει σκόπιμα ασαφής δημόσια. Το μειονέκτημα είναι ότι αυτό κάνει ακόμα και τους Ουκρανούς να μαντεύουν. Το πλεονέκτημα είναι ότι ο Πούτιν μπορεί να φοβάται επίσης για τα χειρότερα.

Αν υπάρχει κάποια αχτίδα ελπίδας σε αυτή τη σκοτεινή εποχή, έλαμψε στο Ουζμπεκιστάν την περασμένη εβδομάδα, όταν ο Πούτιν συνάντησε τους ηγέτες της Ινδίας και της Κίνας, Ναρέντρα Μόντι και Σι Τζινπίνγκ. Και οι δύο χώρες είναι πυρηνικές δυνάμεις. Η Ινδία είναι αδέσμευτη, η Κίνα είναι ονομαστικά πίσω από τον Πούτιν. Αλλά και οι δύο εξέφρασαν στον Πούτιν την «ανησυχία» τους για τον πόλεμο του.

Ανεξάρτητα από την εχθρότητα μεταξύ Πεκίνου και Ουάσιγκτον, ανεξάρτητα από τις άλλες συγκρούσεις που συμβαίνουν, το φάσμα του πυρηνικού πολέμου πρέπει και μπορεί να ενώσει τον κόσμο ενάντια στην απειλή. Διακριτικά, ο Μπάιντεν, ο Σι Τζινπίνγκ και όλοι οι άλλοι παγκόσμιοι ηγέτες θα μπορούσαν να παραμερίσουν τις διαφορές τους και να στείλουν στον Πούτιν ένα ξεκάθαρο μήνυμα: «Αν καταφύγεις στα πυρηνικά, θα φροντίσουμε να βγεις από το προσκήνιο»

Η Ευρώπη και τα πυρηνικά

H ιδέα της αύξησης του αριθμού των μεμονωμένων ευρωπαϊκών χωρών με τα δικά τους πυρηνικά όπλα θεωρείται αδιανόητη. Ωστόσο, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, πολλές ευρωπαϊκές χώρες αναλογίζονταν τα πυρηνικά όπλα. Για παράδειγμα, η Σουηδία είχε το δικό της πρόγραμμα πυρηνικών όπλων μετά τον πόλεμο και πρόσφατη έρευνα δείχνει ότι ήταν πιο κοντά στην κατοχή πυρηνικών όπλων από ό,τι πιστεύαμε προηγουμένως.

Επίσης, τη δεκαετία του 1950, η κυβέρνηση του Γερμανού καγκελαρίου Κόνραντ Αντενάουερ στοχαζόταν στην ιδέα της κατασκευής μιας ευρωπαϊκής βόμβας με τη Γαλλία και την Ιταλία. Ως αποτέλεσμα, τον Νοέμβριο του 1957, ο Γερμανός υπουργός Άμυνας Φραντς Γιόζεφ Στράους υπέγραψε μυστική συμφωνία με τους ομολόγους του από το Παρίσι και τη Ρώμη. Στόχος τους ήταν να κάνουν την Ευρώπη ανεξάρτητη από την πυρηνική ομπρέλα των ΗΠΑ.

Η ιδέα εγκαταλείφθηκε αργότερα λόγω του Σαρλ ντε Γκωλ, ο οποίος ήθελε η Γαλλία να έχει τα δικά της πυρηνικά όπλα. Η ιδέα μιας κοινής ευρωπαϊκής βόμβας δεν απέκτησε ποτέ ισχύ. Ο σύμβουλος πολιτικής ασφαλείας της πρώην καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ πρότεινε η Γερμανία να ξεκινήσει στρατηγικό διάλογο με τη Γαλλία με επίκεντρο το εάν και πώς οι Ευρωπαίοι μπορούν από κοινού να συμβάλουν στην πυρηνική αποτροπή κατά της Ρωσίας. Θεωρούσε οτι η γερμανική κυβέρνηση και άλλα κράτη μέλη της ΕΕ θα μπορούσαν να συμμετάσχουν οικονομικά στο γαλλικό πρόγραμμα πυρηνικών όπλων, με αντάλλαγμα τον σχεδιασμό και την ανάπτυξη γαλλικών ατομικών όπλων σε άλλα μέρη της ΕΕ.

Εναλλακτικά, θα μπορούσε κανείς να φανταστεί ένα κοινό ευρωπαϊκό πρόγραμμα, υπό τη γαλλική ηγεσία. Η πρόταση του Προέδρου Μακρόν το 2020 άνοιξε το δρόμο για μια τέτοια εξέλιξη. Επιπλέον, η σύνδεση του Ηνωμένου Βασιλείου στο πρόγραμμα θα σφράγιζε το Ηνωμένο Βασίλειο στην ευρωπαϊκή κοινή άμυνα, η οποία έχει ήδη γίνει πολύ απτή στο πλαίσιο του πολέμου στην Ουκρανία.

Σήμερα, αυτός ο πόλεμος συνεχίζεται και ένα πιθανό πυρηνικό χτύπημα από τη Ρωσία παραμένει πιθανότητα. Προς το παρόν και για τις μελλοντικές της προκλήσεις, η Ευρώπη πρέπει να βγάλει συμπεράσματα να αναλύσει τι σημαίνει η απειλή για την ασφάλεια της ηπείρου και τι πρέπει να κάνουν οι ευρωπαϊκές χώρες για να ενισχύσουν την πυρηνική τους αποτροπή.

Πηγή

Νεότερη Παλαιότερη