Μήπως το κοτόπουλο δεν είναι ακριβώς διαιτητικό;

 Μια από τις πιο δημοφιλείς τροφές που εντάσσεται στο διαιτολόγιο των ατόμων που θέλουν να χάσουν κιλά είναι το κοτόπουλο. Είναι όμως πράγματι μια διαιτητική επιλογή; Ή μπορεί η κατανάλωση πουλερικών να οδηγήσει εντέλει σε αύξηση του σωματικού μας βάρους;

Γιατί το κοτόπουλο θεωρείται διαιτητικό;

Το κοτόπουλο, το οποίο ανήκει στην κατηγορία του «άσπρου κρέατος» θεωρείται ως μια από τις καλύτερες πηγές ζωικής πρωτεΐνης, ενώ ταυτόχρονα προσφέρει στον οργανισμό μας και άλλα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά, όπως σίδηρο, μαγνήσιο, σελήνιο και βιταμίνες του συμπλέγματος Β. Ταυτόχρονα, έχει λιγότερα «κακά» λιπαρά (γνωστά και ως κορεσμένα) και χοληστερόλη σε σχέση με το κόκκινο κρέας. Επιπρόσθετα, λόγω του χαμηλού κόστους αγοράς του αποτελεί μια οικονομική επιλογή που μπορεί να μαγειρευτεί με πολλούς τρόπους. Ας μην ξεχνάμε, όμως, ότι και τα διάφορα μέρη του κοτόπουλου διαφέρουν ως προς την περιεκτικότητά τους σε λίπος, με αποτέλεσμα το στήθος να αποτελεί περισσότερο υγιεινή επιλογή σε σχέση με το μπούτι, καθώς έχει μικρότερη περιεκτικότητα σε κορεσμένα λιπαρά.

Βοηθάει τελικά η κατανάλωση κοτόπουλου στην απώλεια κιλών;

Το κοτόπουλο αποτελεί σίγουρα την καλύτερη δυνατή επιλογή ανάμεσα στα διάφορα είδη κρέατος που κυκλοφορούν στην αγορά. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια φαίνεται ότι η κατανάλωση του, ακόμη και σε μικρές ποσότητες, συνδέεται με την αύξηση του σωματικού βάρους σε άνδρες και γυναίκες σε βάθος χρόνου και όχι με τη μείωση του όπως θα ήταν αναμενόμενο. Που μπορεί να οφείλεται αυτό;

Μια από τις πιθανές απαντήσεις που μπορούμε να δώσουμε είναι ότι τα τελευταία χρόνια η ποιότητα και η διατροφική αξία του κοτόπουλου έχει μειωθεί σημαντικά σε σχέση με το παρελθόν. Αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε από το γεγονός ότι πριν από 100 χρόνια περίπου, τα 100 γραμμάρια κοτόπουλου περιείχαν μόλις 16 θερμίδες προερχόμενες από λίπος και 90 θερμίδες προερχόμενες από πρωτεΐνη (στο σύνολο 106 θερμίδων), ενώ πλέον η ίδια μερίδα κοτόπουλου προσφέρει περίπου 270 θερμίδες, από τις οποίες οι 205 προέρχονται από λίπος και μόλις οι 65 από πρωτεΐνη. Η σημαντική αυτή αλλαγή στην περιεκτικότητα του κοτόπουλου σε θερμίδες, λίπος και πρωτεΐνη οφείλεται κυρίως στην αλλαγή του τρόπου εκτροφής των κοτόπουλων που καταλήγουν στο πιάτο μας.

Τα περισσότερα από αυτά τα κοτόπουλα επιλέγονται έτσι ώστε να έχουν το κατάλληλο γονιδιακό προφίλ που θα τους επιτρέψει να μεγαλώσουν γρήγορα, ενώ ταυτόχρονα εκτρέφονται σε συνθήκες ταχείας ανάπτυξης, με 24ωρη παροχή τροφής υψηλού ενεργειακού περιεχομένου και απουσία οποιασδήποτε μορφής κίνησης. Το γεγονός αυτό τα καθιστά παχύσαρκα και ικανά να σφαγιαστούν σε μόλις 5 με 7 εβδομάδες από την ημερομηνία γέννησής τους. Συνειδητοποιούμε, λοιπόν, ότι οι συνθήκες διαβίωσης αυτών των κοτόπουλων επηρεάζουν όχι μόνο την υγεία των ίδιων των ζώων (με την εμφάνιση διαφόρων ασθενειών σε αυτά) αλλά και την υγεία τη δική μας καθιστώντας απαραίτητη την πραγματοποίηση αλλαγών άμεσα.

Τι μπορούμε να κάνουμε για να αποφύγουμε μια πιθανή αύξηση βάρους;

  • Επιλέγουμε να καταναλώσουμε τα λιγότερα άπαχα μέρη από το κοτόπουλο, όπως το στήθος, αφαιρώντας την πέτσα.
  • Επιλέγουμε τα κοτόπουλα ελευθέρας βοσκής.
  • Προσέχουμε η ποσότητα κοτόπουλου που θα καταναλώσουμε να μην υπερβαίνει τα 100 γραμμάρια στο γεύμα μας.
  • Προσέχουμε τον τρόπο που θα μαγειρέψουμε τον κοτόπουλο: Αποφεύγουμε το τηγάνισμα και προσθέτουμε όσο το δυνατόν λιγότερο λάδι κατά την προετοιμασία του.
Κωνσταντίνα Τσουτσουλοπούλου
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΤΣΟΥΤΣΟΥΛΟΠΟΥΛΟΥΔιαιτολόγος-Διατροφολόγος, Ph.D.c

H Κωνσταντίνα Τσουτσουλοπούλου είναι Διαιτολόγος-Διατροφολόγος, απόφοιτος του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου, κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος (M.Sc.) στην Προαγωγή και Αγωγή Υγείας (Ιατρική σχολή, ΕΚΠΑ) και υποψήφια Διδάκτωρ του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου. Εργάζεται ως επιστημονική συνεργάτης του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου σε ερευνητικά προγράμματα ενώ παρέχει και διαιτολογικές υπηρεσίες στην Αθήνα.

Νεότερη Παλαιότερη