Τελικά, ίσως δεν είμαστε όλοι γεννημένοι για να γυμναζόμαστε. Σύμφωνα με μια νέα γενετική μελέτη σε πειραματόζωα...
που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Journal of Physiology», η προτίμηση της γυμναστικής ή της καθιστικής ζωής είναι εν μέρει γραμμένη στα γονίδιά μας.
Επί δεκαετίες οι επιστήμονες αναρωτιόντουσαν γιατί τόσο λίγοι άνθρωποι γυμνάζονται συστηματικά, παρότι όλοι θα έπρεπε να ασκούνται, αλλά μόλις τα τελευταία χρόνια άρχισε να διαφαίνεται ότι σε αυτό παίζουν ρόλο κάποια γονίδια.
Στη νέα μελέτη, επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο του Μιζούρι θέλησαν να διερευνήσουν το θέμα, δημιουργώντας τους δικούς τους υπερδραστήριους και εντελώς καθιστικούς αρουραίους.
Αυτό το πέτυχαν χωρίζοντας τα τρωκτικά του εργαστηρίου τους σε ομάδες αναλόγως με το πόσο πολύ έτρεχαν σε τροχούς, και εν συνεχεία ζευγαρώνοντας τους πιο δραστήριους αρσενικούς με τους πιο δραστήριους θηλυκούς και αντίστοιχα τους λιγότερο δραστήριους αρσενικούς και θηλυκούς μεταξύ τους.
Αυτού του είδους το ζευγάρωμα συνεχίστηκε για πολλές γενιές έως ότου δημιουργήθηκαν δύο χαρακτηριστικές ομάδες αρουραίων: οι μισοί περνούσαν ώρες καθημερινά τρέχοντας στους τροχούς, ενώ οι άλλοι μισοί με το ζόρι ανέβαιναν για κάποια λεπτά – εάν ανέβαιναν καθόλου. Εξετάζοντας αυτές τις δύο ομάδες των τρωκτικών, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι είχαν σημαντικές διαφορές στη δραστηριότητα ορισμένων τμημάτων του εγκεφάλου τους. Η διαφορά ήταν ιδιαιτέρως έντονη στον επικλινή πυρήνα, στον οποίο σε ανθρώπους και σε πολλά ζώα βρίσκεται το κέντρο της επιβράβευσης και ενεργοποιείται όταν ασχολούμαστε με κάτι που απολαμβάνουμε. Οταν οι επιστήμονες εξέτασαν προσεκτικότερα τον επικλινή πυρήνα των τρωκτικών, ανακάλυψαν ότι οι υπερδραστήριοι αρουραίοι διέθεταν περισσότερα ώριμα νευρικά κύτταρα σε αυτόν απ’ ό,τι εκείνοι που προτιμούσαν να είναι ξαπλωμένοι όλη μέρα.
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι τα ζώα που είχαν γεννηθεί για να τρέχουν, ήταν εκ φύσεως προγραμματισμένα να αποκομίζουν μεγάλη ευχαρίστηση από το τρέξιμο, οπότε το επιδίωκαν ακατάπαυστα. Αντιθέτως, οι αρουραίοι που είχαν γεννηθεί για να κάθονται, αποκόμιζαν πολύ μικρότερη ευχαρίστηση από το τρέξιμο, οπότε δεν είχαν λόγο να το κάνουν.
Αναστρέψιμη προτίμηση Ωστόσο, αυτού του είδους ο γενετικός προγραμματισμός δεν είναι μη αναστρέψιμος.
Στο τελικό στάδιο της έρευνάς τους, οι ερευνητές έβαλαν δραστήρια και καθιστικά τρωκτικά μαζί, σε ένα κλουβί με κυλιόμενους τροχούς. Εξι ημέρες αργότερα, οι καθιστικοί αρουραίοι είχαν μεν διασχίσει τρέχοντας σχεδόν το ένα δέκατο της απόστασης που είχαν διασχίσει οι δραστήριοι (3,5 χιλιόμετρα ανά αρουραίο έναντι 34 χιλιομέτρων), αλλά αυτό ήταν πολύ περισσότερο απ’ όσο είχαν τρέξει ποτέ – και ο εγκέφαλός τους είχε αρχίσει να αλλάζει.
Στην πραγματικότητα, ο επικλινής πυρήνας τους έδειχνε να διαθέτει πλέον περισσότερα ώριμα νευρικά κύτταρα απ’ ό,τι άλλοι, καθιστικοί «συγγενείς» τους, οι οποίοι δεν είχαν αυξήσει τη φυσική δραστηριότητά τους. Και η αύξηση αυτή υποδηλώνει ότι η γυμναστική είχε αρχίσει να τους αρέσει περισσότερο απ’ ό,τι πριν αρχίσουν να τρέχουν. Το αν όλα αυτά στ’ αλήθεια ισχύουν για τους ανθρώπους «είναι αδύνατο να επιβεβαιωθεί από τώρα», λέει ο καθηγητής Βιοϊατρικών Επιστημών δρ Φρανκ Μπουθ. Σε συνδυασμό, όμως, με τα ευρήματα προγενέστερων μελετών σε ανθρώπους, είναι πολύ πιθανό να ισχύουν και επομένως κάποιοι από εμάς μπορεί όντως να γεννιούνται με την προδιάθεση της καθιστικής ζωής.
Επειδή, όμως, η προδιάθεση αυτή δεν είναι μη αναστρέψιμη, όλοι μπορούν να αρχίσουν να γυμνάζονται, λέει ο δρ Μπουθ, ούτως ώστε να «εκπαιδευτεί» ο εγκέφαλός τους να αποκομίζει ευχαρίστηση από την άσκηση και έτσι να φθάσει στο σημείο να την αποζητά.
Via
Αυτό το πέτυχαν χωρίζοντας τα τρωκτικά του εργαστηρίου τους σε ομάδες αναλόγως με το πόσο πολύ έτρεχαν σε τροχούς, και εν συνεχεία ζευγαρώνοντας τους πιο δραστήριους αρσενικούς με τους πιο δραστήριους θηλυκούς και αντίστοιχα τους λιγότερο δραστήριους αρσενικούς και θηλυκούς μεταξύ τους.
Αυτού του είδους το ζευγάρωμα συνεχίστηκε για πολλές γενιές έως ότου δημιουργήθηκαν δύο χαρακτηριστικές ομάδες αρουραίων: οι μισοί περνούσαν ώρες καθημερινά τρέχοντας στους τροχούς, ενώ οι άλλοι μισοί με το ζόρι ανέβαιναν για κάποια λεπτά – εάν ανέβαιναν καθόλου. Εξετάζοντας αυτές τις δύο ομάδες των τρωκτικών, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι είχαν σημαντικές διαφορές στη δραστηριότητα ορισμένων τμημάτων του εγκεφάλου τους. Η διαφορά ήταν ιδιαιτέρως έντονη στον επικλινή πυρήνα, στον οποίο σε ανθρώπους και σε πολλά ζώα βρίσκεται το κέντρο της επιβράβευσης και ενεργοποιείται όταν ασχολούμαστε με κάτι που απολαμβάνουμε. Οταν οι επιστήμονες εξέτασαν προσεκτικότερα τον επικλινή πυρήνα των τρωκτικών, ανακάλυψαν ότι οι υπερδραστήριοι αρουραίοι διέθεταν περισσότερα ώριμα νευρικά κύτταρα σε αυτόν απ’ ό,τι εκείνοι που προτιμούσαν να είναι ξαπλωμένοι όλη μέρα.
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι τα ζώα που είχαν γεννηθεί για να τρέχουν, ήταν εκ φύσεως προγραμματισμένα να αποκομίζουν μεγάλη ευχαρίστηση από το τρέξιμο, οπότε το επιδίωκαν ακατάπαυστα. Αντιθέτως, οι αρουραίοι που είχαν γεννηθεί για να κάθονται, αποκόμιζαν πολύ μικρότερη ευχαρίστηση από το τρέξιμο, οπότε δεν είχαν λόγο να το κάνουν.
Αναστρέψιμη προτίμηση Ωστόσο, αυτού του είδους ο γενετικός προγραμματισμός δεν είναι μη αναστρέψιμος.
Στο τελικό στάδιο της έρευνάς τους, οι ερευνητές έβαλαν δραστήρια και καθιστικά τρωκτικά μαζί, σε ένα κλουβί με κυλιόμενους τροχούς. Εξι ημέρες αργότερα, οι καθιστικοί αρουραίοι είχαν μεν διασχίσει τρέχοντας σχεδόν το ένα δέκατο της απόστασης που είχαν διασχίσει οι δραστήριοι (3,5 χιλιόμετρα ανά αρουραίο έναντι 34 χιλιομέτρων), αλλά αυτό ήταν πολύ περισσότερο απ’ όσο είχαν τρέξει ποτέ – και ο εγκέφαλός τους είχε αρχίσει να αλλάζει.
Στην πραγματικότητα, ο επικλινής πυρήνας τους έδειχνε να διαθέτει πλέον περισσότερα ώριμα νευρικά κύτταρα απ’ ό,τι άλλοι, καθιστικοί «συγγενείς» τους, οι οποίοι δεν είχαν αυξήσει τη φυσική δραστηριότητά τους. Και η αύξηση αυτή υποδηλώνει ότι η γυμναστική είχε αρχίσει να τους αρέσει περισσότερο απ’ ό,τι πριν αρχίσουν να τρέχουν. Το αν όλα αυτά στ’ αλήθεια ισχύουν για τους ανθρώπους «είναι αδύνατο να επιβεβαιωθεί από τώρα», λέει ο καθηγητής Βιοϊατρικών Επιστημών δρ Φρανκ Μπουθ. Σε συνδυασμό, όμως, με τα ευρήματα προγενέστερων μελετών σε ανθρώπους, είναι πολύ πιθανό να ισχύουν και επομένως κάποιοι από εμάς μπορεί όντως να γεννιούνται με την προδιάθεση της καθιστικής ζωής.
Επειδή, όμως, η προδιάθεση αυτή δεν είναι μη αναστρέψιμη, όλοι μπορούν να αρχίσουν να γυμνάζονται, λέει ο δρ Μπουθ, ούτως ώστε να «εκπαιδευτεί» ο εγκέφαλός τους να αποκομίζει ευχαρίστηση από την άσκηση και έτσι να φθάσει στο σημείο να την αποζητά.
Via